χάβαρο

χάβαρο
το, Ν
1. κοινή ονομασία μικρού στρειδιού
2. το γυναικείο αιδοίο
3. μτφ. χαζός, αργόστροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χάβαρο — το 1. είδος στρειδιού. 2. ο βραδύνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαβαρικό — το, Ν [χάβαρο] συν. στον πληθ. τα χαβαρικά όλα τα φαγώσιμα οστρακοειδή …   Dictionary of Greek

  • χαβαρόνι — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού κορακιού τού ευρασιατικού είδους Corvus frugilegus, συχνότερου εκπροσώπου τής οικογένειας corvidae, το οποίο έχει μήκος 45 εκατοστόμετρα και φτέρωμα μαύρο με ιριδίζουσες αποχρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χάβαρο + κατάλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”